- περιπτωτικῶς
- περιπτωτικόςfalling into that which one seeks to avoidadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιπτωτικός — ή, όν, Α [περιπίπτω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περίπτωση 2. αυτός που συμβαίνει κατά τύχη, τυχαίος. επίρρ... περιπτωτικῶς Α 1. με περιπτωτικό τρόπο, σε εξάρτηση από τυχαίο γεγονός 2. τυχαία … Dictionary of Greek